φλωρεντινός

φλωρεντινός
-ή, -ό, αρσ. και Φλωρεντινός Ν
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη Φλωρεντία («φλωρεντινή τέχνη»)
2. αυτός που προέρχεται ή αυτός που αναπτύχθηκε στην ιταλική αυτή πόλη («φλωρεντινή ζωγραφική»)
3. (το αρσ. και θηλ. ως κύριο όν.) ο Φλωρεντινός και Φλωρεντίνος, η Φλωρεντινή
αυτός που γεννήθηκε στη Φλωρεντία, ο κάτοικος τής Φλωρεντίας ή αυτός που κατάγεται από την πόλη αυτή («Φλωρεντινός ποιητής»)
4. φρ. α) «φλωρεντινή Σχολή»
(καλ. τεχν.) καλλιτεχνική σχολή που αναπτύχθηκε στη Φλωρεντία από τα τέλη τού 13ου και κατά τον 14ο αιώνα και η οποία υπήρξε το κέντρο καλλιτεχνικής ανανέωσης τής Ιταλίας
β) «φλωρετινή φιάλη» — φιάλη με λαιμό που στενεύει προς τα πάνω και η οποία έχει στη βάση της κεκαμμένο ράμφος το οποίο ανυψώνεται κατά μήκος τού σώματος τής φιάλης, χωρίς όμως να φτάνει στο ύψος τού λαιμού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Φλωρεντία + κατάλ. -ινός (πρβλ. Πατρ-ινός)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • φλωρεντινός — ή, ό 1. αυτός που κατάγεται ή προέρχεται από την πόλη Φλωρεντία της Ιταλίας ή αυτός που αναπτύχθηκε σ αυτή: Φλωρεντινή ζωγραφική. 2. το αρσ. και το θηλ. ως κύρ. όν., Φλωρεντινός, ο θηλ. ινή και συνηθέστ. Φλωρεντινός, ο θηλ. ίνα αυτός που… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… …   Dictionary of Greek

  • Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… …   Dictionary of Greek

  • ακρόπολη — Οχυρή θέση, συνήθως ύψωμα (λόφος), που στην Ελλάδα και την ηπειρωτική και τα νησιά αλλά και στη δυτική Μικρά Ασία, στην Κάτω Ιταλία και στη Σικελία, από τους πανάρχαιους χρόνους, το χρησιμοποιούσαν οι άνθρωποι των γύρω συνοικισμών ως καταφύγιο σε …   Dictionary of Greek

  • Ατσαγιόλι — (Acciqiuoli). Διάσημη φλωρεντινή οικογένεια εμπόρων και τραπεζιτών. Άκμασε κυρίως τον 14o 15o αι., και έπαιξε σημαντικό ρόλο στα πράγματα της Ελλάδας κατά την περίοδο της φραγκοκρατίας (τελευταίοι ηγεμόνες του δουκάτου των Αθηνών). 1. Νικόλαος.… …   Dictionary of Greek

  • εξερευνήσεις, γεωγραφικές — Ταξίδια σε μακρινούς και άγνωστους τόπους, που από τα πανάρχαια χρόνια επιχειρούσε ο άνθρωπος για οικονομικούς, πολιτικούς, στρατιωτικούς και άλλους λόγους ή ακόμα –ιδιαίτερα κατά τους νεότερους χρόνους– για επιστημονική έρευνα. Το εμπορικό όμως… …   Dictionary of Greek

  • Ιουλιανός των Μεδίκων — (1479 – 1516). Φλωρεντινός ευγενής. Ήταν ο τρίτος γιος του Λαυρέντιου του Μεγαλοπρεπή και αδελφός του Πέτρου και του Ιωάννη, γνωστού και με το παπικό όνομα Λέων I’. Όταν ο Πέτρος διαδέχθηκε τον πατέρα του στον θρόνο (1492 94), έδειξε τέτοια… …   Dictionary of Greek

  • Καναδάς — I Επίσημη ονομασία: Καναδάς Έκταση: 9.970.610 τ. χλμ. Πληθυσμός: 30.007.094 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Οτάβα (827.898 κάτ. το 2001)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Ν με τις ΗΠΑ και στα Δ με την πολιτεία Αλάσκα των ΗΠΑ. Βρέχεται στα Β από… …   Dictionary of Greek

  • Ορκάνια, Αντρέα ντι Τσιόνε — (Andrea di Cione ditto Orcagna). Φλωρεντινός ζωγράφος, γλύπτης και αρχιτέκτονας (υπάρχουν πληροφορίες γι’ αυτόν από το 1343 έως το 1368). Το 1347 αναφέρεται σε ένα έγγραφο μαζί με τον αδελφό του Νάρντο, ως ένας από τους «αρίστους» Φλωρεντινούς… …   Dictionary of Greek

  • Πεγκολότι, Φραγκίσκος — (Pegolotti). Φλωρεντινός έμπορος και περιηγητής, που έδρασε στο πρώτο μισό του 14ου αι. Ήταν συνεργάτης του μεγάλου εμπορικού οίκου των Μπάρντι (Bardi), τους οποίους αντιπροσώπευε στην Αμβέρσα (1315 17), Αγγλία (1317) και Κύπρο (1324 1327).… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”